Μάρθας Τάκης (1905 - 1965)

Γεννήθηκε στο Λαύριο το 1905. Σπούδασε αρχιτεκτονική στο ΕΜΠ (1924-1929). Ως φοιτητής, δίδαξε για τρία χρόνια σχέδιο στη Βιοτεχνική Σχολή της Αθήνας, με πρόταση του Δημήτρη Πικιώνη. Έγινε Επιμελητής στην έδρα Παραστατικής-Προβολικής Γεωμετρίας και Προοπτικής Σκιαγραφίας του ΕΜΠ (1930-1960), καθηγητής Αρχιτεκτονικού Σχεδίου της Σχολής Αρχιτεκτόνων (1945) και, τελικά, εξελέγη Καθηγητής Ελεύθερου Σχεδίου στην Αρχιτεκτονική Σχολή του ΕΜΠ (1960), όπου παρέμεινε ως το θάνατό του. Δίδαξε επίσης στις Σχολές Αξιωματικών Στρατιωτικών Υπηρεσιών, στη Σχολή Ευελπίδων και εργάστηκε ως αρχιτέκτονας στο Υπουργείο Υγιεινής (1937-1939).
Δεν έκανε σπουδές ζωγραφικής, αλλά ζωγράφιζε από τα φοιτητικά του χρόνια. Μάλιστα τον καιρό της Κατοχής ασχολήθηκε και με τη χαρακτική. Στην πρώτη του ολοκληρωμένη ατομική έκθεση (1955, ΑΔΕΛ), παρουσίασε μια αναδρομή των είκοσι χρόνων της ζωγραφικής του, με παραστατικά έργα που διακρίνονταν για τη λυρική τους διάθεση και απηχούσαν φωβιστικές ή εξπρεσιονιστικές επιρροές.
Κατά την αμέσως επόμενη περίοδο απομακρύνθηκε από την αναπαραστατική περιγραφή και ξεκίνησε μια επίπονη διαδικασία που θα τον οδηγούσε βαθμιαία στην αφαίρεση, γύρω στο 1960. Έτσι απέκτησε την ιστορική του θέση μεταξύ των πρωτοπόρων της αφηρημένης ζωγραφικής στην Ελλάδα.
Στην αρχή τα παλιά του θέματα (θαλασσινά τοπία, ζώα ή ανθρώπινες φιγούρες) παραμένουν στοιχειωδώς αναγνωρίσιμα, χωρίς όμως να κυριαρχούν ως εικόνες. Μεγαλύτερη έμφαση δίνεται στη σχεδιαστική δομή και στην ανταγωνιστική της σχέση με το χρώμα. Στην πορεία του ο ζωγράφος επιστρατεύει και τις αρχιτεκτονικές του γνώσεις σχετικά με το γεωμετρικό σχέδιο και τα ποικίλα κατασκευαστικά υλικά, τα οποία αναμειγνύει και επεξεργάζεται με ιδιαίτερο ζήλο, αναδεικνύοντας την υφή τους μέσα στη ματιέρα των έργων του. Η πνευματικότητα που χαρακτηρίζει τη ζωγραφική του εκφράζεται μέσα από το συνδυασμό των δομικών-ορθολογιστικών στοιχείων με μια ευαισθησία σχεδόν συναισθηματική.
Παρουσίασε το έργο του σε ατομικές και ομαδικές εκθέσεις εντός και εκτός Ελλάδος, διακρίθηκε σε πανελλήνιους διαγωνισμούς και τιμήθηκε με το Diplome d’Honneur στο Salon de l’Art Libre (1959, Παρίσι). Εκπροσώπησε την Ελλάδα στη Μπιενάλε του Sao Paulo το 1961.
Δημοσίευσε άρθρα σε εφημερίδες και περιοδικά, για θέματα σχετικά με τον κοινωνικό της ρόλο της τέχνης και τη συνύπαρξη ζωγραφικής και αρχιτεκτονικής.
Μετά το θάνατό του (Αθήνα 1965), το έργο του παρουσιάστηκε σε αναδρομικές εκθέσεις στη Δημοτική Πινακοθήκη Θεσσαλονίκης (1990) και στην Πινακοθήκη του Δήμου Αθηναίων (1991).