Σκλάβος Γεράσιμος (1927 - 1967)

Γεννήθηκε στα Ντομάτα Κεφαλληνίας το 1927. Σπούδασε γλυπτική στην ΑΣΚΤ της Αθήνας (1950-1956) με τον Μ. Τόμπρο. Συνέχισε τις σπουδές του στο Παρίσι με υποτροφία του ΙΚΥ (1957-1960), στην Ecole des Beaux Arts με τους Georges-Henri Adam, Marcel Gimond και Hubert Yencesse, φοιτώντας παράλληλα στην Grande Chaumière με τον Ossip Zadkine. Η γλυπτική του απομακρύνθηκε γρήγορα από τις ανθρωπομορφικές συμβάσεις και στράφηκε προς την αφαίρεση.
Η διεθνής αναγνώρισή του ξεκινάει ήδη από την πρώτη του ατομική έκθεση γλυπτικής στο Παρίσι, στη γκαλερί των Christian και Yvonne Zervos (Cahiers d' Art, 1961). Το ίδιο έτος κερδίζει το Μεγάλο Βραβείο Γλυπτικής και το βραβείο Νέων Καλλιτεχνών στη Β' Μπιενάλε Νέων του Παρισιού. Χάρη στη βράβευσή του, εκθέτει ατομικά στην επόμενη Μπιενάλε του Παρισιού (Musée d’Art Moderne, 1963). Το ίδιο έτος εγκαθίσταται στο παρισινό προάστειο Levallois-Perret, σε εργαστήριο που του παραχώρησε η βαρώνη de Rothschild. Εκεί, τέσσερα χρόνια αργότερα (το 1967), θα έβρισκε πρόωρα το θάνατο, από την πτώση ενός μεγάλου γρανιτένιου γλυπτού με τίτλο L’amie qui ne restait pas (Η φίλη που δεν έμενε – σήμερα στο Musée d’Art Moderne, Centre Pompidou, Παρίσι).
Παρά τη σύντομη διάρκεια της ζωής του, το έργο του είναι απολύτως καταξιωμένο, πλουσιότατο και ολοκληρωμένο. Τα γλυπτά του, συχνά μνημειακών διαστάσεων, αξιοποιούν τον εσωτερικό τους χώρο, είτε με την κατακόρυφη ανάπτυξη παράλληλων βιομορφικών όγκων είτε με βαθιές γωνιώδεις κοιλότητες σκαμμένες στην επιφάνειά τους. Είχε επινοήσει μια προσωπική τεχνική (κατοχυρωμένη με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας από το 1960), με φωτιά από οξυγόνο και ασετιλίνη, που έλειωνε τα σκληρά πετρώματα. Επιχείρησε μάλιστα να επιτύχει ανάλογα αποτελέσματα συγκεντρώνοντας τις ηλιακές ακτίνες με ένα σύστημα φακών. Ερευνώντας ασταμάτητα την υλική πλευρά της γλυπτικής του, στόχευε πάνω απ’όλα στην ανάδειξη της άυλης πνευματικής της υπόστασης, στην ισορροπία του απείρου με το χάος.
Πρόλαβε να κάνει μόνο τρεις ατομικές εκθέσεις στο Παρίσι (1961, 1963, 1965), μία στη Λοζάννη (1962, Panorama) και μία στην Αθήνα (1966, Αίθουσα Τέχνης Αθηνών - Χίλτον). Συμμετείχε πάντως σε πολλές και σημαντικές ομαδικές, σε παρισινά σαλόν, στη Μπιενάλε του Sao Paulo (1961) και στα Παναθήναια της Συγχρόνου Γλυπτικής (Αθήνα, 1965). Μνημειακά έργα του υπάρχουν σε δημόσιους χώρους στη Γαλλία, Αμερική, Καναδά, Βραζιλία και Ελλάδα (το μαρμάρινο Δελφικό Φως, που στήθηκε το 1966 στους Δελφούς, είναι ένα από τα χαρακτηριστικότερα). Αμέσως μετά το θάνατό του οργανώθηκαν τιμητικές εκθέσεις του στο Μουσείο Ροντέν και στα Cahiers d’Art (1968) και, τα επόμενα χρόνια, ακολούθησαν πάνω από 15 ανάλογες εκδηλώσεις αναδρομικού χαρακτήρα στην Ελλάδα, τη Γαλλία και το Βέλγιο. Μεγάλη αναδρομική έκθεση του έργου του έγινε το 1998-1999 από το ΜΙΕΤ, σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη.