Γεννήθηκε στο Αγρίνιο το 1931. Σπούδασε γλυπτική στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών (1951-1956) με καθηγητή τον Γιάννη Παππά και συνέχισε με υποτροφία του Ι.Κ.Υ. στην École des Beaux-Arts του Παρισιού (1960-1963) με καθηγητή τον Louis Leygue.
Πραγματοποίησε την πρώτη του ατομική έκθεση το 1969 (Βρετανικό Συμβούλιο, Αθήνα). Δούλεψε με την πέτρα, το μάρμαρο, το μέταλλο αλλά και το ξύλο, συνθέτοντας συμπλέγματα στα οποία κυριαρχεί η ανθρώπινη μορφή. Η εξοικείωσή του με τις σύγχρονες τάσεις της γλυπτικής αλλά και με τις μορφές της λαϊκής παράδοσης είναι εμφανής στο έργο του. Οι συνθέσεις του είναι συχνά συμπαγείς και μετωπικές, με μια στατικότητα που θυμίζει την αρχαϊκή τέχνη. Ο μνημειακός τους χαρακτήρας ενισχύεται με διακριτικές αναφορές στον κυβισμό και την αφαίρεση. Η παρουσία της ανθρώπινης μορφής συνδυάζεται πολλές φορές με την αφαιρετική απόδοση του φυσικού περιβάλλοντος, το οποίο μάλιστα κυριαρχεί στα τελευταία έργα του. Χαρακτηριστικό του εικαστικού του ιδιώματος είναι αρμονική αλληλουχία στιβαρών όγκων που εναλλάσσονται με κοιλότητες και εσοχές στην επιφάνεια του υλικού.
Φιλοτέχνησε πολλά έργα για δημόσιους χώρους όπως τα μνημεία για την Εθνική Αντίσταση στον Πύργο, τη Λαμία και την Άμφισσα, το μνημείο της εξέγερσης των καπνοπαραγωγών και της θυσίας του Βλάχου στη Σφήνα, το μνημείο των πεσόντων στην πλατεία Δημάδη στο Αγρίνιο κ.α.
Ήταν ιδρυτικό μέλος του Κέντρου Εικαστικών Τεχνών (ΚΕΤ, 1974-1976). Δίδαξε γλυπτική ως καθηγητής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας (1972-1998) και ως επισκέπτης καθηγητής στη Σχολή Καλών Τεχνών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (1986-1987).
Παρουσίασε το έργο του σε ατομικές εκθέσεις στην Ελλάδα αλλά και στον Καναδά (1972). Συμμετείχε επίσης σε ομαδικές και διεθνείς εκθέσεις, όπως οι Μπιενάλε της Αλεξάνδρειας (1965), όπου κέρδισε το αργυρό μετάλλιο, του Σάο Πάουλο (1969) , της Βουδαπέστης (1971) και της Βενετίας (1972). Έλαβε επίσης μέρος σε όλες σχεδόν τις εκθέσεις του Συλλόγου Γλυπτών, του οποίου ήταν ιδρυτικό μέλος και πρόεδρος για έξι χρόνια.