Παρμακέλης Γιάννης (1932)

Γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης το 1932. Σπούδασε γλυπτική στην ΑΣΚΤ της Αθήνας (1952-1958) με τον Γιάννη Παππά και συνέχισε τις σπουδές του με υποτροφία του Ι.Κ.Υ. στο Παρίσι (1961-1964, Ecole N.S. des Beaux Arts με τον Robert Couturier). Μαθήτευσε επίσης κοντά στον Ossip Zadkine. Έκανε την πρώτη του ατομική έκθεση στην Αθήνα (1961, Ζυγός).
Το 1966 δίδαξε για ένα διάστημα στην ΑΣΚΤ ως βοηθός του Γιάννη Παππά. Στη συνέχεια δίδαξε στο Αθηναϊκό Τεχνολογικό Ινστιτούτο (1968-1976), στη Σχολή Βακαλό (1995-1999) και στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών της Πολυτεχνικής Σχολής του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης (1999-2006), όπου προώθησε τη δημιουργία του Τομέα Τεχνών και Ανθρωπιστικών Επιστημών.
Στα πρώιμα έργα του κυριαρχούν οι παραδοσιακές μορφές της παραστατικής γλυπτικής. Κατά την περίοδο 1968-1974 η δουλειά του αποκτά μεγαλύτερη εκφραστική αμεσότητα, καθώς τα γλυπτά δουλεύονται απευθείας στο υλικό τους με μηχανικά μέσα, ενώ η δραματικότητα του κοινωνικού σχολιασμού υπογραμμίζεται με εξπρεσιονιστικές παραμορφώσεις (Μάρτυρες και Θύματα).
Το μεγαλύτερο και χαρακτηριστικότερο μέρος του γλυπτικού του έργου είναι ανθρωποκεντρικό, με φιγούρες ελλειπτικές που συνδυάζουν τη στέρεη δομή με την εκφραστική κινητικότητα. Ωστόσο έχει ασχοληθεί κατά καιρούς και με άλλα παραστατικά θέματα, καθώς και με αφηρημένες γεωμετρικές ή κονστρουκτιβιστικές συνθέσεις. Χρησιμοποιεί κυρίως το μέταλλο, αλλά και το γύψο, το ξύλο και διάφορα βιομηχανικά υλικά, συχνά σε πολύχρωμες κατασκευές. Η μορφική ποικιλία και η εναλλαγή των τεχνικών μέσων δεν αναιρούν τη βαθύτερη ενότητα των αναζητήσεών του γύρω από τις αισθητικές, συγκινησιακές και νοηματικές δυνατότητες της σύγχρονης γλυπτικής.
Περισσότερα από τριάντα έργα του (ολόγλυφες και ανάγλυφες συνθέσεις, κυρίως σε χαλκό) βρίσκονται τοποθετημένα σε δημόσιους χώρους στην Ελλάδα. Έχει φιλοτεχνήσει επίσης πάνω από 70 μετάλλια σε χαλκό, ασήμι και χρυσό.
Έχει τιμηθεί με 20 πρώτα και δεύτερα βραβεία σε πανελλήνιους διαγωνισμούς. Το 2011 εκλέχτηκε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, καταλαμβάνοντας την έδρα Γλυπτικής στην Τάξη Γραμμάτων και Καλών Τεχνών.
Το έργο του παρουσιάστηκε σε πολλές ατομικές και ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Συμμετείχε, μετάξύ άλλων, στις Μπιενάλε της Αλεξάνδρειας (1965), του Sao Paulo (1967), της Βενετίας (1970) και της Βουδαπέστης (1971), στη Διεθνή Έκθεση Συγχρόνου Γλυπτικής (Μουσείο Ροντέν, Παρίσι, 1966) και στη Διεθνή Έκθεση Πλαστικών Τεχνών (Βουκουρέστι, 1983). Αναδρομικές του εκθέσεις οργανώθηκαν στην Πινακοθήκη Πιερίδη (1992) και στην Πινακοθήκη του Δήμου Καλαμάτας (1994).