Μακρής Μέμος (Αγαμέμνων) (1913 - 1993)

Γεννήθηκε το 1913 στην Πάτρα. Σπούδασε γλυπτική στην ΑΣΚΤ της Αθήνας (1934-39), με τους Κ. Δημητριάδη και Μ. Τόμπρο. Από τα φοιτητικά του χρόνια αναμίχθηκε ενεργά στην καλλιτεχνική και την πολιτική ζωή της δεκαετίας του ’30, ως μέλος του Κ.Κ.Ε. και της ομάδας «Νέοι Πρωτοπόροι». Πολέμησε στο Αλβανικό μέτωπο (1940-41) και κατά τη διάρκεια της Κατοχής ανέπτυξε αντιστασιακή δράση ως μέλος του Ε.Α.Μ. Δούλεψε για ένα διάστημα με τον Θ. Απάρτη και, το 1945, με υποτροφία της γαλλικής κυβέρνησης, πήγε στο Παρίσι, όπου έκανε ελεύθερες σπουδές γλυπτικής, κυρίως με τον Marcel Gimond.
Το 1950, αφού απελάθηκε από τη Γαλλία για πολιτικούς λόγους, εγκαταστάθηκε στην Ουγγαρία, όπου θα ζήσει και θα εργαστεί για πολλά χρόνια, ως μέλος της εκεί Εταιρίας Καλλιτεχνών. Παρουσίασε τις πρώτες του ατομικές εκθέσεις στη Βουδαπέστη (1951 και 1956), δημιούργησε μνημειακά γλυπτά στο πνεύμα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού και τιμήθηκε με διακρίσεις (βραβεία Munkacsy, 1959 και Kossuth, 1966). Οι σχέσεις του με την Ελλάδα αποκαταστάθηκαν μετά το 1975, όταν επανέκτησε την ελληνική ιθαγένεια, που του είχε αφαιρεθεί το 1964. Από το 1978 μοίραζε το χρόνο του μεταξύ Ελλάδας και Ουγγαρίας και το 1990 επέστρεψε οριστικά στην Αθήνα, όπου πέθανε το 1993. Το 1992 αναγορεύθηκε επίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Θράκης.
Το προσωπικό ύφος της γλυπτικής του διαμορφώθηκε με την αφομοίωση επιρροών από την ευρωπαϊκή τέχνη και το σοσιαλιστικό ρεαλισμό, με αρκετά στοιχεία από την ελληνική αρχαιότητα. Το μεγαλύτερο μέρος του έργου του είναι ανθρωπομορφικό και περιλαμβάνει ανδριάντες, προτομές, ανάγλυφα και μνημειακές συνθέσεις για δημόσιους χώρους - όπως το πολύ γνωστό μνημείο για τα θύματα του Mauthausen (Αυστρία, 1964). Εκτός από τα υλικά και τις τεχνικές της παραδοσιακής γλυπτικής, χρησιμοποιούσε συχνά, ιδίως για τα μεγάλων διαστάσεων γλυπτά του, σφυρήλατα φύλλα χαλκού που συνδέονται με οξυγονοκόλληση, αναδεικνύοντας έτσι τη στιβαρή εκφραστικότητα των θεμάτων του. Έργα του έχουν στηθεί σε δημόσιους χώρους, όχι μόνο στην Ουγγαρία, την Ελλάδα και την Αυστρία, αλλά και σε Γαλλία, Σουηδία, Γερμανία, Ισπανία, Κύπρο κ. α.
Παρουσίασε τη γλυπτική του σε ατομικές και ομαδικές εκθέσεις, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Έχει λάβει μέρος σε αρκετά salons στο Παρίσι και σε πολλές εκθέσεις ουγγρικής τέχνης. Το 1959 συμμετείχε στη Μπιενάλε Εικαστικών Τεχνών της Μόσχας. Το 1979 οργανώθηκε αναδρομική έκθεσή του στην Εθνική Πινακοθήκη και το 1995 παρουσιάστηκε η δεύτερη αναδρομική του στη Δημοτική Πινακοθήκη της Πάτρας.