Παππάς Γιάννης (1913 - 2005)

Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1913. Η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στην Αθήνα μετά τη Μικρασιατική καταστροφή (1922). Σπούδασε στο Παρίσι στην École des Beaux-Arts, (1930-1932) με τον Jean Boucher, παρακολουθώντας παράλληλα μαθήματα Νομικής στο Πανεπιστήμιο. Έμεινε και εργάστηκε αρκετά χρόνια στο Παρίσι, όπου φιλοτέχνησε προτομές και αγάλματα φίλων του καλλιτεχνών και προπλάσματα μνημειακών γλυπτών. Το 1937 βραβεύτηκε με χρυσό μετάλλιο στη Διεθνή Έκθεση των Παρισίων.
Το 1939 επέστρεψε στην Ελλάδα για τη στρατιωτική του θητεία, βραβεύτηκε στην τελευταία προπολεμική Πανελλήνιο (1940) και συνέχισε να δουλεύει έως το 1944, οπότε κατατάχτηκε στο Βασιλικό Ναυτικό και υπηρέτησε στην Αλεξάνδρεια. Εκεί παρέμεινε ως το 1951, μελέτησε τα μνημεία της αιγυπτιακής τέχνης και πραγματοποίησε την πρώτη ατομική του έκθεση (1950).
Το 1953 εκλέχτηκε καθηγητής Γλυπτικής στην ΑΣΚΤ της Αθήνας, όπου δίδαξε έως το 1978. Ως διευθυντής της Σχολής (1959-1969) πήρε πρωτοβουλίες για την αποκατάσταση των κτιριακών της εγκαταστάσεων, τη λειτουργία νέων εργαστηρίων, τη δημιουργία αναγνωστηρίου και την αναβάθμιση των περιφερειακών καλλιτεχνικών σταθμών. Μετά την παραίτησή του (1978), το Υπουργείο Παιδείας του απένειμε τον τίτλο του επίτιμου Διευθυντή της Σχολής.
Το 1972 έγινε αντεπιστέλλον μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας και από το 1980 ήταν τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.
Ήταν ένας από τους σημαντικότερους και παραγωγικότερους Έλληνες γλύπτες της μεταπολεμικής περιόδου. Η τεχνοτροπία του παρουσιάζει διακριτικές αλλά σημαντικές αποκλίσεις από την κλασική ανδριαντοποιία, με στοιχεία από τη γαλλική μεταροντενική αισθητική και από τις δομικές αρχές της αρχαϊκής και αιγυπτιακής τέχνης. Έχει δημιουργήσει μεγάλο αριθμό ανδριάντων ιστορικών προσωπικοτήτων (πολιτικών, ηρώων, ευεργετών, ιερωμένων, λογοτεχνών...), οι οποίοι κοσμούν το κέντρο της Αθήνας και πολλές πόλεις της Ελλάδας και του εξωτερικού. Φιλοτέχνησε επίσης έφιππους ανδριάντες, προτομές, μνημεία, ανάγλυφα και ανεξάρτητα γλυπτά. Εξίσου ενδιαφέρον είναι και το ζωγραφικό του έργο, καθώς και τα σχέδιά του, τα οποία συχνά αποτελούν σειρές προπαρασκευαστικών μελετών για γλυπτά.
Μέχρι το θάνατό του (Αθήνα, 2005) είχε κάνει πολλές ατομικές και ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Το 1978 εκπροσώπησε την Ελλάδα στην Μπιενάλε της Βενετίας. Το 1992 οργανώθηκε αναδρομική του έκθεση στην Εθνική Πινακοθήκη και το 1999 έκθεση ζωγραφικής του στο Μουσείο Μπενάκη.
Έχουν εκδοθεί (μεταξύ άλλων) τα βιβλία του: Κείμενα για την Τέχνη (μεταφράσεις, 1993), Κείμενα (1994), Μικρή συλλογή (1999) και τρία λευκώματα με το καλλιτεχνικό του έργο: Σχέδια 1930-1965 (1990), Ζωγραφική 1936-1974 (1998) και Γλυπτική (2002).
Το εργαστήριό του και τα εκατοντάδες έργα γλυπτικής και ζωγραφικής που περιείχε, δωρίθηκαν από τον ίδιο στο Μουσείο Μπενάκη, το 2002.