Απάρτης Θανάσης (1899 - 1972)

Γεννήθηκε στη Σμύρνη Μικράς Ασίας το 1899. Από τα εφηβικά του χρόνια ήρθε σε επαφή με την τέχνη, κοντά στον Αρμένιο γλύπτη Παπαζιάν και στο ζωγράφο Βασίλη Ιθακήσιο. Το 1919 πήγε στο Παρίσι, όπου σπούδασε γλυπτική στην École Superieure des Beaux-Αrts, στην Académie Julian και τέλος στην Académie de la Grande Chaumière με τον Antoine Bourdelle, η επίδραση του οποίου ήταν καθοριστική στο έργο του. Μια μικρή υποτροφία της Έλενας Βενιζέλου του επέτρεψε να εγκατασταθεί στο Παρίσι και να μείνει έως το 1940, με σύντομες επισκέψεις στην Ελλάδα.
Σε αυτό το διάστημα έγινε ένας επιτυχημένος γλύπτης, είχε παραγγελίες και από τη Γαλλία και από την Ελλάδα και συμμετείχε τακτικά στα παρισινά σαλόν (Salon d’Automne, Salon des Tuilleries, Salon des Independants) ή εξέθετε τα έργα του στο εργαστήριό του.
Τα χρόνια του πολέμου και της Κατοχής (1940-45), είχε επιστρέψει στην Ελλάδα, όπου συνέχισε να εργάζεται. Κατά την αμέσως επόμενη περίοδο διέμενε εναλλάξ στην Αθήνα και στο Παρίσι, ώσπου εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Ελλάδα το 1956. Από το 1959 δίδαξε στο Αθηναϊκό Τεχνολογικό Ινστιτούτο και το 1961 εξελέγη παμψηφεί καθηγητής στην ΑΣΚΤ της Αθήνας, όπου δίδαξε έως το 1969.
Η τέχνη του είναι ανθρωποκεντρική και σέβεται τα πρότυπα της αρχαίας γλυπτικής, με επιδράσεις από τον Rodin και τον Bourdelle. Γενικά απέφευγε τις επιδεικτικές καινοτομίες που επικρατούσαν εκείνη την εποχή. Στα ώριμα έργα του συμπυκνώνει τη φόρμα δίνοντας έμφαση στη σχέση του γλυπτικού όγκου με το χώρο. Τα μνημειακά του έργα και κυρίως οι προτομές προσωπικοτήτων που φιλοτέχνησε, κοσμούν σήμερα πολλούς δημόσιους χώρους ελληνικών πόλεων. <
Τιμήθηκε από το γαλλικό κράτος με τον τίτλο του Chevalier de la Legion d’ Honneur (1939) και με το παράσημο Palmes Academiques (1947). Το 1967 εξελέγη αντεπιστέλλον μέλος του Institut de France. Στην Ελλάδα τιμήθηκε με τον Ταξιάρχη του Φοίνικα το 1960.
Συμμετείχε στη Μπιενάλε της Βενετίας (1950) και του Sao Paulo (1961). Το 1962 εκδόθηκε το αυτοβιογραφικό του βιβλίο Από την Ανατολή στη Δύση.
Λίγο πριν από το θάνατό του (Αθήνα 1972) πραγματοποιήθηκε η πρώτη αναδρομική του έκθεση (1971, Ώρα). Η δεύτερη αναδρομική του έγινε το 1977 στο Γαλλικό Ινστιτούτο (με έκδοση αναμνηστικού λευκώματος) και η τρίτη το 1984 στην Εθνική Πινακοθήκη.