Μασούρα Βούλα (1936)

Γεννήθηκε στη Χαλκίδα το 1936. Σπούδασε γραφικές τέχνες και ζωγραφική στο Krefeld της Γερμανίας κοντά στους καθηγητές G. Much και I. Mitschelich και στο Salzburg της Αυστρίας με τον H. Trokes. Μετά τις σπουδές της επέστρεψε στην Αθήνα και ασχολήθηκε επαγγελματικά με τις γραφικές τέχνες, σε συνεργασία με διαφημιστικές εταιρείες, εφημερίδες και περιοδικά (1959-1964). Παρουσίασε την πρώτη της ατομική έκθεση με τίτλο «Γραφικές Τέχνες και Διαφήμιση» στην Γκαλερί Ζυγός, στην Αθήνα, το 1964 και εξέδωσε ομώνυμο δοκίμιο.
Σύντομα στράφηκε προς τη ζωγραφική και τις κατασκευές. Χρησιμοποίησε κυρίως φυσικά υλικά και ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για την υφαντική. Το 1978 πήγε στο Παρίσι, όπου σπούδασε την τεχνική της Tapisserie. Από τότε ενέταξε στην καλλιτεχνική της πρακτική τις τεχνικές και τα υλικά της ύφανσης, που έγιναν αναπόσπαστο μέρος της δουλειάς της. Δημιούργησε μεγάλες εγκαταστάσεις στο χώρο (Χωροϋφαντική), ονειρικές συνθέσεις με έμφαση στο χρώμα και στη φόρμα, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τα διδάγματα της σχολής του Bauhaus. Οι κατασκευές της κινούνται στο χώρο της Textile – Art και αποτελούν συνέχεια των ζωγραφικών της αναζητήσεων. Οι φυτικές ίνες και άλλα υλικά (σπάγκοι, φελλοί, ρητίνες, βαμβάκι, ξεραμένα φύλλα…) μεταμορφώνονται σε επιβλητικές γεωμετρικές ή βιόμορφες φόρμες, που συνδυάζουν τις οπτικές με τις απτικές αξίες και ενισχύουν τη λυρική διάσταση του έργου της. Από τη δεκαετία του ’90, διευρύνοντας τα εικαστικά της μέσα, ξεκινά τη σειρά έργων με τίτλο Λάβαρα, με βασικό της υλικό το πισσόχαρτο και ακρυλικά χρώματα. Το τελετουργικό στοιχείο και ο προβληματισμός για τη σχέση του ανθρώπου με τη φύση κυριαρχούν και στην πιο πρόσφατη φάση της δουλειάς της, που ενσωματώνει τις έννοιες της φθοράς, της μνήμης και της λήθης, αφήνοντας τα υλικά της (καμβάς, χρώματα, κερί) να φθαρούν κάτω από το χώμα, προτού τα χρησιμοποιήσει.
Παρουσίασε το έργο της σε πολλές ατομικές στην Ελλάδα και την Κύπρο. Συμμετείχε επίσης σε σημαντικές ομαδικές εκθέσεις. Έλαβε μέρος σε Πανελλήνιες (1963, 1975, 1987), στην Ακαδημία Τεχνών στο Salzburg, όπου έλαβε τιμητική διάκριση (1972), στο Salon d' Automne (Παρίσι 1975), στη Μπιενάλε της Αλεξάνδρειας, όπου έλαβε τιμητική διάκριση (1982), στις εκθέσεις «Μνήµες, Αναπλάσεις, Αναζητήσεις» (ΕΠΜΑΣ 1985) και «Πέντε Έλληνες Καλλιτέχνες» (Communauté Européenne, Βρυξέλλες 1988), στην Triennale της Lodz (1995) κ.α.