Τόμπρος Μιχάλης (1889 - 1974)

Γεννήθηκε το 1889 στην Αθήνα. Μεγάλωσε στο Κόρθι της Άνδρου. Πολύ νωρίς ήρθε σε επαφή με τη γλυπτική στο εργαστήριο μαρμαροτεχνικής του πατέρα του. Σπούδασε γλυπτική και σχέδιο στην Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας (1903-1909) με δασκάλους τον Γεώργιο Βρούτο, τον Λάζαρο Σώχο, τον Αλέξανδρο Καλούδη και τον Δημήτριο Γερανιώτη. Εργάστηκε αρχικά στα εργαστήρια του πατέρα του και του Ν.Μ. Περάκη, προτού ανοίξει δικό του εργαστήριο στην Αθήνα. Συνέχισε τις σπουδές του με υποτροφία στο Παρίσι, στην Academie Julian (1914).
Δίδαξε ως έκτακτος καθηγητής στην έδρα Πλαστικής της Αρχιτεκτονικής Σχολής του ΕΜΠ από το 1919 ώς το 1923, οπότε και παραιτήθηκε, λόγω των αντιδράσεων προς την κριτική του κατά της ίδρυσης Πολεμικού Μουσείου. Μετά την πρώτη του ατομική έκθεση στην Αθήνα ( γκαλερί Στρατηγοπούλου, 1924) και ως το 1928, έζησε κατά διαστήματα στο Παρίσι και ήρθε σε επαφή με τα σύγχρονα καλλιτεχνικά ρεύματα. Το 1933 εξέδωσε το πρώτο ελληνικό περιοδικό αμιγώς αφιερωμένο στις εικαστικές τέχνες, με τίτλο «20ός Αιώνας».
Το 1938, κατά τη διάρκεια του μεταξικού καθεστώτος, διορίστηκε τακτικός καθηγητής στο Β΄ εργαστήριο γλυπτικής της Σχολής Καλών Τεχνών, όπου διετέλεσε διευθυντής κατά τη διετία 1957-1959 και δίδαξε ως το 1960. Υπήρξε επίσης Διευθυντής Καλών Τεχνών του Υπουργείου Παιδείας το 1943, επί γερμανικής κατοχής. Στα μεταπολεμικά χρόνια αντιμετώπισε κατηγορίες για συνεργασία του με φασιστικό περιοδικό, αλλά αθωώθηκε. Το 1967 τιμήθηκε με το Αριστείον Καλών Τεχνών της Ακαδημίας Αθηνών και το 1968 εξελέγη μέλος της.
Στα πολυάριθμα μνημειακά του έργα (δημόσιες παραγγελίες, ανδριάντες και προτομές) διακρίνεται η άρτια τεχνική του κατάρτιση και ο σεβασμός των απεικονιστικών συμβάσεων της ακαδημαϊκής τέχνης. Ωστόσο ένα μέρος της ανεξάρτητης γλυπτικής του παρουσιάζει σαφέστατες επιρροές από τον γαλλικό μοντερνισμό, ιδίως από τον κυβισμό και την αφαίρεση. Σε αρκετές περιπτώσεις πειραματίζεται με πρωτοποριακές φόρμες, κυρίως μετά το 1950. Η εναλλαγή του ακαδημαϊκού συντηρητισμού με τις μοντερνιστικές αναφορές είναι ένα από τα χαρακτηριστικά της παραγωγής του.
Παράλληλα με την εικαστική του δραστηριότητα δημοσίευσε πλήθος άρθρων στον ημερήσιο και περιοδικό τύπο.
Παρουσίασε το έργο του σε πολλές ατομικές και ομαδικές εκθέσεις. Συμμετείχε στις εκθέσεις της «Ομάδας Τέχνη» (1917-1919) και εκπροσώπησε την Ελλάδα στη Μπιενάλε της Βενετίας (1934, 1938, 1956) και του Σάο Πάολο (1955). Στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης του Ιδρύματος Γουλανδρή στην Άνδρο λειτουργεί μόνιμη έκθεση έργων του. Έργα του βρίσκονται επίσης στην Εθνική Πινακοθήκη, στην Πινακοθήκη του Δήμου Αθηναίων και σε πολλές άλλες ιδιωτικές και δημόσιες συλλογές.